- καπνοσφράντης
- καπν-οσφράντης, ου, ὁ,A smoke-sniffer, of a miser or a parasite, Com.Adesp.1025: as pr. n., Alciphr.3.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καπνοσφράντης — καπνοσφράντης, ὁ (Α) αυτός που οσφραίνεται τον καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + οσφράντης (< ὀσφραίνομαι), πρβλ. κωνωπ οσφράντης] … Dictionary of Greek
καπνοσφράντης — smoke sniffer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνοσφράντην — καπνοσφράντης smoke sniffer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek